ηλιοφυλλίτης

ηλιοφυλλίτης
Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο μόλυβδο και αρσενικό μόλυβδο με χημικό τύπο 2PbCl2Pb4As2O7. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, έχει υαλώδη λάμψη, σκληρότητα 2,5-3 και ειδικό βάρος 7,14. Το χρώμα του είναι ανοιχτοκίτρινο έως πρασινωπό. Απαντάται στη Σουηδία.
* * *
ο
οξυχλωριούχο ορυκτό τού μολύβδου και τού αρσενικού, με κίτρινο ώς κιτρινοπράσινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliophyllite < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + phyllite (πρβλ. φυλλίτης «πέτρωμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”